τρικυμιώδης — ες, Ν 1. αυτός που αναφέρεται σε τρικυμία ή αυτός που έχει τρικυμία, ταραχώδης, φουρτουνιασμένος 2. μτφ. περιπετειώδης, πολυτάραχος. επίρρ... τρικυμιωδώς Ν με τρικυμιώδη τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρικυμία. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο… … Dictionary of Greek
φουρτουνιάζω — Ν [φουρτούνα / φορτούνα] 1. (για τη θάλασσα) έχω φουρτούνα, γίνομαι τρικυμιώδης 2. (για τον καιρό) γίνομαι θυελλώδης 3. μτφ. αναστατώνομαι, ταράζομαι 4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) φουρτουνιασμένος, η, ο α) τρικυμιώδης, θυελλώδης β) μτφ. i)… … Dictionary of Greek
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
αεικύμαντος — η, ο και ος, ο (Μ ἀεικύμαντος, ον) ο αδιάκοπα ταρασσόμενος από τα κύματα, πολυκύμαντος, τρικυμιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + κυμαίνω] … Dictionary of Greek
αναγουλιάζω — 1. νιώθω ναυτία, έχω τάση για εμετό, ανακατεύομαι 2. αηδιάζω, σιχαίνομαι, αντιπαθώ 3. κάνω εμετό, ξερνάω 4. παθαίνω ίλιγγο, ζαλίζομαι 5. (για τη θάλασσα) γίνομαι τρικυμιώδης, αναταράσσομαι 6. (για το έδαφος) αναδίδω το νερό που έχω απορροφήσει… … Dictionary of Greek
αχείμαστος — ἀχείμαστος, ον (AM) και ἀχείμαντος και ἀχείματος, ον (Α) όποιος δεν ταράζεται από τρικυμίες, ο γαλήνιος, ο ήσυχος μσν. επίρρ. ἀχειμαστὶ χωρίς αναταραχή αρχ. (για τον άνεμο) ήπιος, ελαφρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχείμαστος < α στερ. + χειμάζω «φέρνω… … Dictionary of Greek
δυσπέμφελος — δυσπέμφελος, ον (Α) 1. (για θάλασσα) αυτός που δύσκολα διαπλέεται, τρικυμιώδης 2. δυσμενής, δυσάρεστος 3. (για πρόσ.) αγροίκος, δύστροπος 4. (για πράγμ. ή καταστ.) τραχύς, δύσκολος … Dictionary of Greek
δυστάραχος — δυστάραχος, ον (AM) (για άνεμο) τρικυμιώδης, θυελλώδης … Dictionary of Greek
δύσομβρος — δύσομβρος, ον (Α) τρικυμιώδης, θυελλώδης … Dictionary of Greek
δύσχιμος — δύσχιμος, ον (Α) 1. ταραχώδης, τρικυμιώδης 2. (για φίδι) φοβερός, επικίνδυνος … Dictionary of Greek